37 ὁ δὲ εἶπεν, ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ' αὐτοῦ. εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ἰησοῦς, πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
38 ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά: γυνὴ δέ τις ὀνόματι μάρθα ὑπεδέξατο αὐτόν.
39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη μαριάμ, [ἣ] καὶ παρακαθεσθεῖσα πρὸς τοὺς πόδας τοῦ κυρίου ἤκουεν τὸν λόγον αὐτοῦ.
40 ἡ δὲ μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν: ἐπιστᾶσα δὲ εἶπεν, κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπεν διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ κύριος, μάρθα μάρθα, μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά,
42 ἑνὸς δέ ἐστιν χρεία: μαριὰμ γὰρ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται αὐτῆς.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Silouan the Athonite. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Silouan the Athonite. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Silouan the Athonite

The venerable Silouan the Athonite (also known as Silouan of Mount Athos) is remembered by the Church on September 24.


Saint Silouan was born Simeon Ivanovich Antonov in 1866 to Russian Orthodox parents who came from the village of Sovsk in Russia's Tambov region. At the age of twenty-seven he left his native Russia and came to Mount Athos, where he became a monk at the Monastery of St. Panteleimon and was given the name Silouan, the Russian version of the Biblical name Silvanus.
An ardent ascetic, he received the grace of unceasing prayer and saw Christ in a vision. After long years of spiritual trial, he acquired great humility and inner stillness. He prayed and wept for the whole world as for himself, and he put the highest value on love for enemies. Thomas Merton, a twentieth-century Catholic monk, described Silouan as “the most authentic monk of the twentieth century.” St Silouan died on September 24, 1938. His memory is celebrated the same day.
Though barely literate, he was sought out by pilgrims for his wise counsel. His writings were edited by his disciple and pupil, Archimandrite Sophrony. Father Sophrony has written the life of the saint along with a record of St. Silouan's teachings in the book Saint Silouan the Athonite.
Hymns

Troparion (Tone 4)
On the path of humility,
By your prayers you received Christ as your Master.
In your heart the Holy Spirit witnessed to your salvation.
Therefore all people called to live in hope rejoice and celebrate your memory!
Holy Father Silouan, pray to Christ God to save our souls.

Troparion (Tone 2)
O all-blessed Father Silouan,
Flaming zealot of the seraphim's love for the Lord
And fervent imitator of Jeremiah who wept for the people,
Hearing the call of the Mother of the Lord of Hosts,
With wise courage you spewed out the sinful serpent
And withdrew from the snares of the world to the mountain of Athos,
Where in labors and prayer, joined with tears,
In abundance you acquired the grace of the holy Spirit with which our hearts are enflamed.
Being strengthened by you, we cry out with compunction:
My Lord, my Life and the Joy of your saint,
Save the world and us from all cruel things!

Kontakion (Tone 8)
During your life on earth you served Christ and followed His path;
Now in Heaven you contemplate Him Whom you have loved!
Since you dwell with Him as He promised to His elect, holy Father Silouan,
Instruct us now in the path that you have traveled.

Kontakion (Tone 2)
O Silouan, beloved of God,
Truly amazing preacher of humility
And radiance warmed by the love for mankind of the Holy Spirit:
The Russian Church rejoices in your labors.
All monks on the Athonite mountain
And all Christian people are rejoicing as well,
Turning themselves towards God with the love of children.
Beseech Him for us, you who have seen God and are equal to the angels,
That burning with your love our souls may be saved.

ΠΡΩΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ Αιώνιε Κύριε, Δημιουργέ των απάντων ο καλέσας με εις την ζωήν ταύτην τη ανεξερευνήτω Σου αγαθότητι· ο δους μοι την Χάριν του Βαπτίσματος και την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος· ο κοσμήσας με τη επιθυμία του αναζητείν Σε, τον μόνον αληθινόν Θεόν, επάκουσον της δεήσεώς μου. Ο Θεός μου, ουκ έχω ζωήν, φως, χαράν, σοφίαν, δύναμιν άνευ Σου. Αλλά Συ είπας τοις μαθηταίς Σου:«Πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε». Όθεν τολμώ επικαλείσθαι Σε: Καθάρισόν με από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος.
Δίδαξον με πως δει προσεύχεσθαι.
Ευλόγησον την ημέραν ταύτην ήν εχάρισάς μοι, τω αναξίω δούλωΣο υ.
Ικάνωσόν με τη δυνάμει της Χάριτός Σου αδιαλείπτως ομιλείν και εργάζεσθαι προς την Σην δόξαν εν πνεύματι καθαρότητος, ταπεινώσεως, υπομονής, αγάπης, ευγενείας, ειρήνης, ανδρείας και σοφίας, επιγινώσκειν αεί την απανταχού παρουσίαν Σου. Κύριε ο Θεός, δείξόν μοι την οδόν του θελήματός Σου εν τη απείρω Σου αγαθότητι και αξίωσόν με πορεύεσθαι ενώπιόν Σου χωρίς αμαρτίας. Καρδιογνώστα Κύριε, Συ επιγινώσκεις πάσαν μου ένδειαν, Συ γινώσκεις την τυφλότητα και την άγνοιάν μου, Συ γινώσκεις την αστάθειαν και την διαφθοράν της ψυχής μου.
Αλλ’ ουδ’ ο πόνος ουδ’ η αγωνία η εμή κεκρυμμένα Σοι τυγχάνει. Επάκουσον της δεήσεώς μου
και δίδαξόν με τω Πνεύματί Σου τω Αγίω, οδόν εν ή πορεύσομαι.
Μη εγκαταλείψης με, ότι η διεφθαρμένη μου θέλησις οδηγήση με προς άλλας οδούς, αλλά βιαίως επανάγαγέ με προς Σε. Δος μοι, τη δυνάμει της Σης αγάπης, στερεωθήναι με εις το αγαθόν. Φύλαξον με από παντός λόγου ή έργου ψυχοφθόρου, από πάσης εσωτερικής καιεξωτερικής κινήσεως μη ευαρέστου ενώπιόν Σου και επιβλαβούς δια τον αδελφόν μου.
Δίδαξόν με πώς δει και τι με δει λαλείν.
Εάν το Σον θέλημα εστι του μη αποκριθήναι με δος μοι πνεύμα ειρηναίας σιωπής, αλύπου και
ακινδύνου δια τον αδελφόν μου.
Νομοθέτησόν με εν τη τρίβω των εντολών Σου και έως εσχάτης μου αναπνοής μη επιτρέψης παρεκκλίναι με από του Φωτός των προσταγμάτων Σου, έως ότου καταστώσιν ο μοναδικός νόμος πάσης υπάρξεώς μου, προσκαίρου τε και αιωνίου. Δέομαί Σου ο Θεός ελέησόν με. Λύτρωσαί με από της θλίψεως και αθλιότητός μου και μη αποκρύψης απ’ εμού την οδόν της σωτηρίας. Εν τη αφροσύνη μου, ο Θεός, περί πολλών και μεγάλων δέομαί Σου, γινώσκων αεί την εμήν κακότητα, την αδυναμίαν και φαυλότητα κράζω Σοι: ελέησόν με. Μη απορρίψης με από του Προσώπου Σου ένεκεν της αλαζονείας μου.
Δος και αύξησον εν εμοί τω αχρείω την δύναμιν του αγαπάν Σε, κατά τας εντολάς Σου, εξ όλης της καρδίας μου, εξ όλης της ψυχής μου, εξ όλης της διανοίας μου, εξ όλης της ισχύος μου, και δι’ όλου του είναι μου.
Ναι, ο Θεός, δίδαξόν με δικαίαν κρίσιν και γνώσιν τω Πνεύματί Σου τω Αγίω.
Δος μοι του γνώναι την Αλήθειάν Σου προτού με απελθείν εκ της ζωής ταύτης.
Παράτεινον τας ημέρας της ζωής μου έως ότου Σοι προσφέρω μετάνοιαν αληθινήν.
Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου μηδέ εν ώ ο εμός νους τετυφλωμένος εστί.
Και όταν ευδοκήσης ελθείν το τέλος της ζωής μου προγνώρισόν μοι τον θάνατον, ίνα η ψυχή μου ετοιμασθή προς συνάντησίν Σου. Έσο μετ’ εμού, Κύριε, εν εκείνη τη ώρα τη φοβερά και απόδος μοι την αγαλλίασιν του Σωτηρίου Σου. Καθάρισόν με από παντός αμαρτήματος φανερού και αποκρύφου, από πάσης ανομίας κεκρυμμένης εν εμοί και δώρησόν μοι καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού βήματός Σου. Ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου και την άμετρον φιλανθρωπίαν Σου, επάκουσον της δεήσεώς μου.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
«… οι πάντες πρέπει να μανθάνωμεν να αναγνωρίζωμεν το θέλημα του Θεού, διότι, αν δεν μανθάνωμεν, ποτέ δεν θα γνωρίσωμεν αυτήν την οδόν». Η εργασία αύτη εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή προϋποθέτει την έξιν της αδιαλείπτου προσευχής μετά προσοχής κεκρατημένης εν τη καρδία. Ίνα ακούση όμως πλέον αξιοπίστως την φωνήν του Κυρίου εντός αυτού ο άνθρωπος οφείλει να απεκδυθή του ιδίου θελήματος και να είναι έτοιμος προς πάσαν θυσίαν ως ο Αβραάμ, και δη κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου, ως ο Ίδιος ο Χριστός, Όστις εγένετο υπήκοος τω Πατρί μέχρι θανάτου. Ο εισελθών εις την οδόν ταύτην θα προοδεύση εάν εκ πείρας εγνώρισε πώς ενεργεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος εν τω ανθρώπω, και εάν εις την καρδίαν αυτού ερρίζωσε βαθέως η αυταπάρνησις, ήτοι η αποφασιστική εκκοπή του ιδίου θελήματος, χάριν της επιτεύξεως και εκπληρώσεως του αγίου θελήματος του Θεού. }097} … οι πλείστοι ούτε ακούουν ούτε κατανοούν εν τη καρδία αυτών τηνπραείαν φωνή ν του Θεού, αλλ’ ακολουθούν μάλλον την θορυβώδην φωνήν του πάθους του ενοικούντος εν τη ψυχή αυτών. Εν τη Εκκλησία ως διέξοδος εκ της τοιαύτης αξιοθρηνήτου καταστάσεως, παρουσιάζεται άλλη τις οδός: η επερώτησις του πνευματικού πατρός και η εις αυτόν υπακοή. Ο ίδιος ο Γέρων ηγάπα την οδόν ταύτην αυτήν επορεύετο αυτήν υπεδείκνυε και έγραφε περί αυτής. Την ταπεινήν οδόν της υπακοής εθεώρει γενικώς ως την πλέον ασφαλή. Επίστευε σταθερώς ότι ένεκα της πίστεως του επερωτώντος η απάντησις του πνευματικού θα είναι πάντοτε ωφέλιμος και θεάρεστος. Η πίστις αυτού εις την δύναμιν του μυστηρίου της Εκκλησίας και εις την χάριν της ιερωσύνης ιδιαιτέρως εστερεώθη ότε εν τω Παλαιώ Ρωσικώ κατά την διάρκειαν ενός εσπερινού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είδε τον πνευματικόν Γέροντα Αβράαμιον ηλλοιωμένον,«κατ’ εικόνα του Χριστού», «ανεκφράστως εξαστράπτοντα». Πλήρης ών κεχαριτωμένης πίστεως έζη εν τη πραγματικότητι των μυστηρίων της Εκκλησίας, αλλά ενθυμούμεθα εύρισκεν ότι και«κατ’ άνθρωπον», ήγουν και επί του ψυχολογικού επιπέδου, είναι εύκολον να ίδη τις την υπεροχήν της υπακοής εις τον πνευματικόν. Έλεγεν}098} ότι ο πνευματικός εκτελών την διακονίαν αυτού δίδει απάντησιν εις το ερώτημα, ελεύθερος ών κατ’ εκείνην την στιγμήν εκ της ενεργείας του πάθους υπό την επίδρασιν του οποίου ευρίσκεται ο ερωτών. Η απάντησις του πνευματικού κατά το πλείστον θα φέρη σφραγίδα ατελείας. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο πνευματικός στερείται της χάριτος της γνώσεως του τελείου, αλλ’ ότι το τέλειον υπερβαίνει τας δυνάμεις του ερωτώντος. Παρά το ατελές της υποδείξεως του πνευματικού εάν αύτη γίνη δεκτή μετά πίστεως και όντως εκπληρωθή οδηγεί πάντοτε ειςτην επ’ αγαθώ αύξησιν. Διαστρέφεται δε η οδός αύτη συνήθως όταν ο ερωτών βλέπων ενώπιον αυτού«άνθρωπον», κλονίζηται εις την πίστιν και δεν αποδέχηται τον πρώτον λόγον του πνευματικού, αλλ’ αντιλέγει, αντιπαραθέτων τας εαυτού ιδέας και αμφιβολίας. -Πώς ο μοναχός δύναται να γνωρίση το θέλημα του Θεού; -Οφείλει να δέχηται τον πρώτον λόγον μου ως το θέλημα του Θεού, είπεν ο Ηγούμενος. Όστις ούτω πράττει, εις αυτόν επαναπαύεται η χάρις του Θεού. Εάν τις όμως αντιτίθηται εις εμέ, τότε εγώ, ως άνθρωπος, υποχωρώ. }099} Ο πνευματικός εν τη προσπαθεία αυτού να μη σφάλη ο ίδιος δίδων συμβουλήν ή υπόδειξιν, υπόκειται εις την κρίσιν του Θεού και δια τούτο μόλις συναντήση αντίρρησιν ή και εσωτερικήν αντίστασιν του ερωτώντος ως επί το πλείστον δεν επιμένει εις τον λόγον αυτού δεν τολμά να επιβεβαιώση αυτόν ως έκφρασιν του θελήματος του Θεού και«ως άνθρωπος υποχωρεί». Και ο Γέρων Σιλουανός ωσαύτως συναντών αντίστασιν παρευθύς εσιώπα. Δια τι ούτω; Διότι αφ’ ενός μεν το Πνεύμα του Θεού δεν επιδέχεται ούτε βίαν ούτε έριν, αφ’ ετέρου δε το θέλημα του Θεού, ως έχον υπερβατικόν χαρακτήρα, δεν εκφράζεται μετ’
αποχρώσης πληρότητος, δεν δύναται να}100} περικλεισθή εις τον λόγον του πνευματικού φέροντα αφεύκτως σφραγίδα σχετικότητος. Ώστε μόνον εκείνος όστις δέχεται τον λόγον ως αρεστόν τω Θεώ, μη υποβάλλων αυτόν εις την ιδίαν αυτού κρίσιν, ή ως συνήθως λέγουν «χωρίς αντιλογίας», μόνον ούτος ευρίσκει την αληθή οδόν, διότι όντως πιστεύει ότι «παρά τω Θεώ πάντα δυνατά εστι». Τοιαύτη είναι η οδός της πίστεως η εγνωσμένη και βεβαιουμένη υπό της μακραίωνος πείρας της Εκκλησίας. }101} …Έλεγεν ότι πολλάκις ο Κύριος εισέτι και εις τους αγίους δεν αποκαλύπτει το θέλημα Αυτού επειδή ο ερωτών αυτούς απηυθύνθη μετά διψύχου καρδίας. Όταν όμως έλθη η καθαρά προσευχή, και ο νους ηνωμένος μετά της καρδίας, παρίσταται ησύχως τω Θεώ, και η ψυχή αισθητώς έχει εν εαυτή την χάριν και παραδίδεται εις το θέλημα του Θεού, ελευθέρα της σκοτιζούσης ενεργείας των παθών και της φαντασίας, τότε ο προσευχόμενος σαφώς ακούει την υπόδειξιν της χάριτος. Όταν εις το έργον τούτο της δια της προσευχής αναζητήσεως του θελήματος του Θεού επιδίδηται τις μη έχων εισέτι αποχρώσαν πείραν μη δυνάμενος«εκ της γεύσεως» να διακρίνη επακριβώς την ενέργειαν της χάριτος εκ των εκδηλώσεων των παθών ιδίως δε της υπερηφανίας, τότε είναι απαραίτητον να απευθύνηται εις τον πνευματικόν οδηγόν. Ο ίδιος όμως αντικρύζων οιονδήποτε πνευματικόν φαινόμενον προ της κρίσεως του οδηγού δέον όπως κρατή αυστηρώς την ασκητικήν αρχήν:«Μη δέχου και μη απόρριπτε». «Μη δεχόμενος» ο χριστιανός περιφρουρεί εαυτόν από του κινδύνου αποδοχής δαιμονικής ενεργείας ή υποβολής ως εκ του Θεού προερχομένης και ούτως εθίζεται}102} «προσέχειν πνεύμασι πλάνοις και διδασκαλίαις διαμονίων»και δεν προσφέρει θείαν προσκύνησιν εις τους δαίμονας. «Μη απορρίπτων» ο άνθρωπος αποφεύγει άλλον κίνδυνον: να αποδώση την θείαν ενέργειαν εις τους δαίμονας και ούτω να πέση εις το αμάρτημα της«βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος», ως οι Φαρισαίοι, οίτινες την εκδίωξιν των δαιμονίων υπό του Χριστού απέδωκαν«τω Βεελζεβούλ, άρχοντι τωνδαι μονί ων». Ο δεύτερος κίνδυνος είναι φοβερώτερος του πρώτου, διότι η ψυχή δύναται να συνηθίση να αρνήται την χάριν και να μισή αυτήν. Τοσούτον δε δύναται να εθισθή εις την κατάστασιν της Θεομαχίας, ώστε ούτω να προσδιορισθή και δια την αιωνιότητα. Ένεκα τούτου η αμαρτία αύτη«ουκ αφεθήσεται ούτι εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι». Κατά την πρώτην πλάνην η ψυχή δύναται ευκολώτερον να αναγνωρίση το ψεύδος και δια της μετανοίας να επιτύχη την σωτηρίαν διότι πάσα αμαρτία συγχωρείται πλην της αμετανοήτου. Η δια της προσευχής επίγνωσις του θελήματος του Θεού εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή είναι φαινόμενον σπάνιον, κατορθωτόν μόνον δια μακρών κόπων, βαθείας πείρας, πάλης κατά των παθών, πολλών βαρέων πειρασμών εκ των δαιμόνων αφ’ ενός και μεγάλων αντιλήψεων υπό του Θεού αφ’ ετέρου. }103} Όλως ιδιαιτέραν προσοχήν έδιδεν εις την εσωτερικήν υπακοήν εις τον ηγούμενον και τον πνευματικόν, θεωρών αυτήν Μυστήριον της Εκκλησίας και δώρημα της χάριτος. Απευθυνόμενος εις τον πνευματικόν, προσηύχετο να ελεήση αυτόν ο Κύριος δια του λειτουργού Αυτού και να αποκαλύψη εις αυτόν το θέλημα Αυτού και την}104} προς σωτηρίαν οδόν. Γνωρίζων δε ότι η πρώτη σκέψις ήτις γεννάται εν τη ψυχή μετά την προσευχήν είναι άνωθεν πληροφορία, εδράττετο του πρώτου λόγου του πνευματικού της πρώτης αυτού νύξεως, μη επιζητών την περαιτέρω συνομιλίαν. Εις τούτο έγκειται η σοφία και το μυστήριον της αληθούς υπακοής, σκοπός της οποίας είναι η γνώσις και η εκπλήρωσις ουχί ανθρωπίνου αλλά Θείου θελήματος. Τοιαύτη πνευματική υπακοή, άνευ αντιρρήσεων και εναντιώσεων, (ουχί μόνον εκφραζομένων,αλλ’ ούτε και εσωτερικών και ανεκδηλώτων)είναιαπαραίτητος προϋπόθεσις δια την πρόσληψιν και αφομοίωσιν της ζώσης παραδόσεως.

Η ζώσα παράδοσις της Εκκλησίας ρέουσα δια μέσου των αιώνων από γενεάς εις γενεάν, είναι μία των πλέον ουσιωδών και ταυτοχρόνως λεπτών πλευρών της ζωής Αυτής.… Ευθύς δε ως υπεισέλθη έστω και μικρά τις αντίθεσις προς τον πνευματικόν πατέρα, η ψυχή του διδασκάλου αναποφεύκτως κλείεται και το νήμα της αμιάντου παραδόσεωςδιακόπτεται. Εκείνος όστις διαφωνεί μετά του πνευματικού και διορθοί αυτόν, θέτει εαυτόν υψηλότερον του τελευταίου και παύει πλέον να είναι μαθητής.… εν τοις«οστρακίνοις σκεύεσι» }105} φυλάττεται ο ατίμητος θησαυρός των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Ουχί μόνον ατίμητος, αλλά και ως εκ του χαρακτήρος αυτού κεκρυμμένος. Μόνον ο πορευόμενος την οδόν της αψευδούς και πλήρους υπακοής εισέρχεται εις αυτό το μυστικόν θησαυροφυλάκιον. Ο εχέφρων υποτακτικός ή εξομολογούμενος ιδού πώς συμπεριφέρεται προς τον πνευματικόν. Εκθέτει εν ολίγοις το πλέον ουσιώδες περί του λογισμού ή της καταστάσεως αυτού και κατόπιν αφίνει τον πνευματικόν ελεύθερον. Ο πνευματικός, προσευχόμενος από της πρώτης στιγμής της συναντήσεως, αναμένει φωτισμόν εκ του Θεού, και εάν αισθάνηται εν τη ψυχή αυτού«πληροφορίαν», τότε δίδει την απάντησιν, την οποίαν και δέχονται ως τελικήν. Διότι εάν ο εξομολογούμενος παραβλέψη τον«πρώτον λόγον» του πνευματικού τότε συγχρόνως θα μειωθή η ενέργεια του μυστηρίου και η εξομολόγησις δυνατόν να μεταβληθή εις απλήν ανθρωπίνην συζήτησιν. Η πίστις εις την δύναμιν του μυστηρίου, η πίστις ότι ο Κύριος αγαπά τον άνθρωπον και ουδέποτε θα εγκαταλείψη εκείνον όστις αρνείται το ίδιον θέλημα χάριν}106} του αγίου Αυτού θελήματος αναδεικνύει τον υποτακτικόν ακλόνητον και άφοβον. Η οδός του Γέροντος ήτο τοιαύτη ώστε ο πορευόμενος αυτήν να λαμβάνη ευκόλως το δώρον του μεγάλου ελέους του Θεού· αλλά οι έχοντες ίδιον θέλημα και ίδιον νουν, όσον και αν είναι πολυμαθείς και ευφυείς και εάν εισέτι φονεύσουν εαυτούς δια των πλέον αυστηρών ασκήσεων ή εργασιών πολυμαθείαςξ θεολογικήςδεν θα επιτύχουν να περισυλλέξουν ει μη ψυχία πίπτοντα εκ του Θρόνου του Ελέους. Εν τω ωκεανώ της εκκλησιαστικής ζωής η γνησία και αμίαντος παράδοσις του Πνεύματος ρέει ως λεπτόν ρεύμα και όστις θέλει να εμποτισθή εκ τούτου του λεπτού ρεύματος οφείλει να αποκοπή εκ της«ιδίας αυτού κρίσεως». Όπου εμφανίζεται η«ιδία» κρίσις εκεί αναποφεύκτως εκλείπει η καθαρότης της παραδόσεως επειδή εις την αποκεκαλυμμένην θείαν σοφίαν και δικαιοσύνην αντιτίθεται η ανθρωπίνη«σοφία» και«δικαιοσύνη». Τούτο φαίνεται εις τους πολλούς αφορήτως βαρύ έτι δε και μωρία· αλλ’ όστις δεν εφοβήθη να γίνη «μωρός» }107} ούτος εγνώρισε την αληθινήν ζωήν και την προαιώνιον σοφίαν. Την ζωήν της Εκκλησίας ησθάνετο ως την εν Αγίω Πνεύματι ζωήν και την Ιεράν Παράδοσιν ως την αδιάλειπτον ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία.Η Παράδοσις ως η αιωνία και αμετάβλητος παραμονή του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία είναι το πλέον βαθύ θεμέλιον της υπάρξεως Αυτής.Δια τούτο η Παράδοσις περιλαμβάνει εν εαυτή άπασαν την ζωήν της Εκκλησίας, τοσούτον ώστε και αυτή η Αγία Γραφή να εμφανίζηται μόνον ως μία των μορφών αυτής. Εάν η Εκκλησία εστερείτο της Παραδόσεως Αυτής, θα έπαυε να είναι ό,τι είναι, διότι η διακονία της Καινής Διαθήκης είναι διακονία Πνεύματος«εγγεγραμένη ου μέλανι αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις αλλά εν πλαξί καρδίας σαρκίναις». Εάν πάλιν υποτεθή ότι δια την μίαν ή την άλλην αιτίαν η Εκκλησία εστερείτο όλων των βιβλίων Αυτής ήτοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των έργων των Αγίων Πατέρων και των Λειτουργικών βιβλίων, τότε η Παράδοσις έστω ουχί αυτολεξεί, έστω και εις άλλην«γλώσσαν», πάντως θα αποκαθίστα την Αγίαν Γραφήν. Εν τη ουσία δε αυτής και η «νέα» αύτη Γραφή θα ήτο η έκφρασις της αυτής «άπαξ παραδοθείσης τοις αγίοις πίστεως...